Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Απουκριά στου Μπουγατσκό Νο2

 



Σαράντα δυό χρόνια προυτύτιρα. Σαν ιχτέ όμους μι φαίντι… Κι ποιός να φκιάσ σήμιρα κλιδαριά ικεί, κι ποιος να ρμαξ;;;

Λάθιψα σν προυχτισνή φουτουγραφία. Έβαλα μια μπίραβ κινουργότιρ κι έδουκα λάθους πληρουφουρίις. Ήμαρτουν κι δεν του ξανακάμνου. Μι βρόχουσαν, κι καλά μ έκαμαν, κάνα δυο Γιάτους αμπρί ου Κώστας ου Μπασμπάτς στ’ σουστή τ’φουτουγραφία:1982, σν κλειδαριά στζ Μπιστιρές ουπάν ανιβασμένους. Το μαλλί πλούσιου (ένα σακκί να γιουμόεις!!!) Δεν πστέβου να πει καένας ότ δεν είνι αυτός… Κουντέβ ν’απιράσ τουν πλάτανου στου μπόι η κλειδαριά. Κι ου Κώστας  άφουβους απάν μι μπόλκ μουραμάρα.

Κι άειντιστι… κοίταξέτι τώρα μη σας τν κάψν τν έρμ ν’ κλειδαριά μι κανά τσιφτσιέρ προυτού να νχτώσ'. Κι σαν έρθ η ώρα η καλή, ρίξτι του βράδ ουπάν στ φουτιά «Μι τι τούτα μι τ ικείνα ουπάν σν…» (Δεν ξέρου πιά…Ισείς ξέρτι οι μκρότιρ’!). Κι να σας ιδώ ποιός πουτσούλας* θα ρίξ΄κάτ του νούρου!

Αει! Κι τ χρόν’ καλόκαρδ’!

 

*Λέμι κι κάνα τέτχιου για του αντέτ, ντεεε!

 

 

 

 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Ἡ Ἀποκριά στὸ Βογατσικό




  Η ΑΠΟΚΡΙΑ ΣΤΟ ΒΟΓΑΤΣΙΚΟ*

                                       


 
 
 
 
 
 
 
 
 
Κλειδαριά στουν Καζιούκουρα.  Πλάι στο "νούρο" ο άλλοτε τελετάρχης-επιτελάρχης Κώστας Χ. Καπαχτσής (Μπασμπάτς

Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρωϊ πρωΐ οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἀπὸ κάθε συνοικία χωριστά ξεκινοῦσαν μὲ τὰ ζῷα των γιὰ τὸ δάσος καὶ φόρτωναν κλαδιὰ δρυὸς μὲ τὰ φύλλα καὶ τὰ μετέφεραν στὶς πλατεῖες, ὅπου ἔστηναν ἕνα κορμὸν δέντρου (δρυός), ὕψους πέντε περίπου μέτρων, καὶ κατόπιν τὸν περιτύλιγαν μὲ τὰ κλαδιά, ποὺ εἶχαν φέρει, κατὰ στρώματα. Σὲ κάθε στρώμα ἔστρωναν καὶ ἀρκετὰ ἄχυρα καὶ χόρτα, ὥςπου νὰ γίνουν πέντε ἕως ἓξ στρώματα, γιὰ νὰ σκεπαστῇ ὁ κορμός καλά. Ἔτσι σκέπαζαν τὸ δέντρο, τὸ δὲ πάχος μὲ τὰ διάφορα στρώματα ἔφθανε τὰ δυὸ μέτρα.Ἕως τὸ μεσημέρι ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Ὕστερα ἔβαζαν φύλακες, γιὰ νὰ φυλάγουν τὸ δέντρο, μὴν ἔρθουν ἀπό ἄλλη συνοικία καὶ τοὺς τὸ κάψουν. Γιατί κάθε συνοικία θεωροῦσε κατόρθωμα νὰ βάλῃ φωτιὰ στὸ δέντρο ἄλλης συνοικίας.

Γι’ αὐτὸ φυλάγονταν αὐστηρὰ οἱ κλαδαριές1. Ἔτσι λεγόταν τὸ δέντρο μὲ τὰ κλαδιά, καὶ κατόπι καὶ ἡ φωτιά. Ἀναφέρονται αἱματηρές συγκρούσεις μεταξὺ συνοικιῶν ἀπὸ τέτοιες ἀφορμές. Προστίθεται μάλιστα ὅτι στὶς συγκρούσεις αὐτὲς ἔπαιρναν μέρος κάποτε κάποτε καὶ γυναῖκες. Προτοῦ ἀνάψουν τὰ κλαδιά, γύρω ἀπὸ τὸ δέντρο χόρευαν τὰ κορίτσια, ἄρχιζε δὲ ὁ χορὸς στὶς 5 τό ἀπόγευμα. Στὶς 9 τὸ βράδυ ἔβαζαν φωτιὰ καὶ τότε χόρευαν καὶ τὰ κορίτσια καὶ τὰ παλληκάρια καὶ τραγουδοῦσαν ἀποκριάτικα τραγούδια. Τα τραγούδια ἦταν πολλά, πάντοτε ὅμως ἄρχιζαν καὶ τελείωναν μὲ τὸ ἀκόλουθο τραγούδι, ποὺ χορεύονταν μὲ ἕνα τοπικό χορό:

Ἕνας δέντρος φουντωτός,
φουντωτός, καμαρωτός,
στὴν κορφή χε τὸ σταυρὸ
καὶ στὴ ρίζα κρυὸ νερό.
Πάει κόρνὰ πιῇ νερὸ
κἐκεῖ ἀποκοιμήθηκε.
Κι  ἄγορος τὴν ἐξύπνησε.
«Σήκου, κόρη μ’, ἀπ’ αὐτοῦ,
σὲ γυρεύει ἡ μάννα σου.
Τί μὲ θέλ’  ἡ μάννα μου;
Ἐγὼ ψωμὶ τὴν ζύμωσα,
ἐγὼ νερὸ τὴν ἔφερα,
ἐγὼ καὶ τὴν φουκάλησα.»

Τὸ θέαμα γιὰ ἕνα χωριὸ ἦταν μεγαλοπρεπές. Κάθε συνοικία φωτιζόταν ἀπ’ τὸ καιόμενο δέντρο καὶ ἀνταγωνίζονταν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη στὸ γλέντι.
Ὅταν πιὰ καίονταν τὰ κλαδιὰ καὶ ἔμενε τὸ δέντρο σὰν σκελετός, τὸ τραβοῦσαν καὶ ὕστερα οἱ νέοι πηδοῦσαν πάνω ἀπὸ τὰ καιόμενα λείψανα τῆς κλαδαριᾶς. Γύρω παρακολουθοῦσαν γέροι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἐνῷ οἱ νέοι συνέχιζαν καμμιὰ ὥρα τὸ πήδημα πάνω ἀπὸ τὴ φωτιὰ φωνάζοντας κάθε τόσο:

Έτοῦτα με τ’ ἐκεῖνα
στὴ θυγατέρα τοῦ
(δεῖνα)


Ἀνέφεραν ὀνόματα γνωστῶν, ποὺ εἶχαν θυγατέρες, χωρὶς νὰ ὑπάρχη κίνδυνος νὰ παρεξηγηθοῦν. Ἦταν σὰ μιὰ βολιδοσκόπησις σὰν νὰ ἔκαναν προτάσεις γι’ ἀρραβῶνα. Καὶ ἂν μὲν ὁ νέος ἦταν συμπαθητικός, οἱ γονεῖς ἐδέχονταν μ’ εὐχαρίστησι τὸ πείραγμα καὶ τὴν ἐξεδήλωναν, ἂν ὄχι, ἔκαμναν πὼς δὲν πρόσεχαν.

Ὅταν ἔσβυνε ἡ φωτιά, σκόρπιζαν καὶ μαζεύονταν τρεῖς τέσσαρες οἰκογένειες, γιὰ νὰ διασκεδάσουν. Ἔφερναν ὅλες τὰ φαγητά των καὶ συνέχιζαν τὴν οἰκογενειακὴ πλέον διασκέδασι.

Ἇμα τελείωνε τὸ δεῖπνον, ἔκαμναν το χάσκα μὲ τὸ ἀβγό στον κλώστη τῆς πίττας. Ἔδεναν δηλαδὴ ἕνα ἀβγό βρασμένο καὶ ξεφλουδισμένο μὲ μιὰ κλωστὴ καὶ τὸ κρεμνοῦσαν ἀπὸ τὴν ἄκρη τῆς βέργας, ποὺ πλάθουν τὰ φύλλα τῆς πίττας. Ὁ οἰκογενειάρχης ἔπαιρνε τὴ βέργα καὶ κουνοῦσε τὸ ἀβγὸ πρὸς τὸ στόμα τῶν ἄλλων κι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸ ἁρπάξουν μὲ τὸ
στόμα χωρὶς νὰ βάλουν χέρι. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνῃ, γιατὶ οἱ παλαιοὶ ἔλεγαν «Μὲ τὸ ἀβγὸ τὸ κλείνουμε τὸ στόμα καὶ μπαίνουμε στὴ Σαρακοστὴ καὶ μὲ τὸ ἀβγὸ τὸ ἀνοίγουμε στὴν Ἀνάστασι». Ἀφ’ οὗ τελείωσε καὶ αὐτό, σκορποῦσαν, ἀφοῦ φιλοῦσαν τὸ χέρι τῶν μεγαλυτέρων, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΡΚΑΣ

 

 

Ἐκ τῶν παρεχομένων περὶ τοῦ ἐθίμου πληροφοριῶν σπουδαιόταται εἶναι αἱ ὑπό τοῦ Κ. Τσούρκα ἀνωτέρω δημοσιευόμεναι. Βραχεῖαν περιγραφὴν τοῦ ἐθίμου ἐν Βογατσικῷ, πιθανῶς ἐκ τῆς ὕλης τοῦ Λαογραφικοῦ Ἀρχείου, ἐδημοσίευσε καὶ ὁ Γ. Α. Μέγας, τῆς ὁποίας τὰ στοιχεῖα συμπίπτουν πρὸς τὰ ὑπὸ τοῦ Τσούρκα παρεχόμενα. Πρὸς εὐκολίαν τῶν ἀναγνωστῶν παραθέτω αὐτὴν ἐνταῦθα: «Εἰς τὸ Βογατσικόν στήνουν ἕνα δένδρο, τὸν νοῦρο, φουντωτό εἰς τὴν κορυφήν, καὶ τὸ περικαλύπτουν μὲ κέδρα (μιὰ σειρὰ κλαδιὰ καὶ ἕνα στρῶμα ἀπό ἄχυρα, γιὰ νὰ κάμουν κρότο κατὰ τὸ ἄναμμα) καὶ τραγουδοῦν: Ἕνας δέντρους φουντουτός,|φουντουτός, καμαρουτὸς | καὶ στὴ μέση οὗ σταυρός». Τὸ ἔθιμον ἐν Βογατσικῷ διετήρησεν ουσιώδεις λεπτομερείας, αἱ ὁποῖαι ἐπιτρέπουν τὴν ἀνίχνευσιν τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ.


1. Καμμιὰ φορὰ τὴ λέγαν καὶ κλειδαριά


 
                                              


*Τσούρκας Κ., & Κυριακίδης Σ. Π. (1956). Η Αποκριά στο Βογατσικό. Μακεδονικά, 3, 382–402. https://doi.org/10.12681/makedonika.1112
* 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

«Μπουμπουσιάρες» (ποπ-κορν Βογατσικού)

 



Εμ κι βέβια του ποπ-κορν τ’ Μπουγατσκού είνι οι μπουμπουσιάρις. Μι ψα λάδ’ ή βούτυρου στουν πάτουν απ' τουν τέντζιουρ ουπάν στ’ μασίνα, άλας όσου πρέπ’  ̶  μη γέν’ κι λύσσα ντεεε… κι μι σφαλτζμένου του καπάκ’, τραντάζουμι κι σνάζουμι γιρά,  ν’ ανακατουθούν τα σπυριά ’π’του καλαμπούκ’ να μη κάψν’ κι για νάρθ' κι να γέν’ ταμάμ του πράμα. Χιρνάει τότις του «πακ-πακ-πακα-πακαπάκ» (κι όχ’ «τα-τα-τα-τα!» απ’ λέει ή Μαρίνα Σάττι…). Ένα άσπρου β’νό γλέπ’ς ν' ανασκώνιτι σαν σκώησ’ς του καπάκ’. Άμα ξιγιλαστείς όμους κι τ’ ανοίξ’ς αρχίτιρα, τότις απιτάχνιουντι όξου, σαν ακάτσουτα πιδούλια, καμπόσις χουντρές άσπρις μπουμπουσιάρις. Σαν πάλτσις απού χιόν΄ ζιματ’στές, πέφτ’ν ιδώ κι ικεί μέσα σ’ν παρστιά κι γιουμόζ'ν τα σταλίκια…

 

Τις μπουμπουσιάρες συναντάμε ως: πλιούφκες στην Καστοριά και πρίτσες στην Ανθρακιά Γρεβενών.

Αλλού στην Ελλάδα*: πριτσάλες στα Δολιανά Ιωαννίνων, παπαδούλες στην Ημαθία, πατλάκια στη Δράμα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή, τσακλία στην ποντιακή διάλεκτο, κοκονέλες στην Κέρκυρα, κοκόσες στην Πάργα, σίταρους, σιταροπούλλα και σιταροπούλλες στην Κυπριακή διάλεκτο, βαμπουλίτσες στον Τρανόβαλτο Κοζάνης, παπαρδέλες στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας, κουκουφρίκες στη Βοιωτία, φακιόλες στην Άρτα, παπαδίτσες στα Ιωάννινα, παπαλούτσες ευρύτερα στον νομό Σερρών, σκαστερά στην Μαυροθάλασσα Σερρών, φούσκες στο Αηδονοχώρι Σερρών, πατλαντίκες στο Σκούταρι Σερρών, παπαλιόσκες στην Νικόκλεια Σερρών, παρπαζόλες ή παπαρούσκες στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών, παπαλούτσκες στην Βαμβακούσσα Σερρών, παπόσκες στο Χρυσό Σερρών, γκαγκάσκες στον Δρυμό Θεσσαλονίκης, σκαζμούθρες στους Στρόπωνες Εύβοιας, φραγκοκύτταρα στην Κάλυμνο, παπούσκες στην Κοζάνη και σε κάποια χωριά του νομού Έβρου, πασπάτα, παπαρδούλες, κατσιούλες, κουκουσάρια, στην Ήπειρο κ.α.

Καλή Σαρακουστή!

 

 

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ψα=ψίχαàψ΄χαàψα=λιγάκι

τέντζιουρς=τέντζερης [και τιντζιρές-τιντζιρέδια επίσης] 

σφαλτζμένου=σφαλισμένο, κλειστό

σνάζουμι=τινάζουμε, κουνάμε

καλαμπούκ’=καλαμπόκι

χιρνάει=αρχινά

ακάτσουτα=άτακτα

πάλτσις=χοντρές νιφάδες

παρστιά=παρά την εστίαν, το καθιστικό δωμάτιο

γιουμόζ'ν=γεμίζουν

τα σταλίκια=σταλίκι  σμν. το σημείο, το σημάδι, το όριο. Η σημασία εδώ είναι: παντού στις άκρες, ολόγυρα.

 

*Άντληση από: https://www.kathimerini.gr/k/gastronomos/562925965/pop-korn-koykoyfrikes-i-skazmoythres-pos-leme-sta-choria-mas-to-dimofiles-snak-2-syntages/